εβραϊσμός

εβραϊσμός
ο (Μ ἑβραϊσμός)
1. η αφηρημένη έννοια τού εβραΐζω
2. ιδιωματισμός τής εβραϊκής γλώσσας
3. το εβραϊκό έθνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εβραϊσμός — ο 1. το να μιμείται κάποιος τους Εβραίους στους τρόπους, τα ήθη, να μιλάει τη γλώσσα τους, να τους συμπαθεί. 2. ιδιωματισμός της εβραϊκής γλώσσας (πρβλ. γαλλισμός). 3. το σύνολο των Εβραίων (πρβλ. ελληνισμός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”